- ἀναρμόστῳ
- ἀνάρμοστοςnot fittingmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναρμοστώ — ἀναρμοστῶ ( έω) (Α) [ανάρμοστος] 1. είμαι ανάρμοστος, ασύμφωνος, δεν ταιριάζω 2. (για μουσικά όργανα) είμαι ακούρδιστος, κάνω παραφωνίες … Dictionary of Greek
ανάρμοστος — η, ο (Α ἀνάρμοστος, ον) αυτός που δεν αρμόζει, ανοίκειος, ακατάλληλος, αταίριαστος αρχ. 1. (για ήχο) ο δίχως αρμονία, παράφωνος (αντίθ. του ευάρμοστος) 2. (για πρόσωπα) άκαμπτος, πεισματάρης 3. απροετοίμαστος, απαράσκευος 4. στη Μυκηναϊκή απαντά… … Dictionary of Greek